- οπισθοτονώδης
- ὀπισθοτονώδης, -ῶδες (Α) [οπισθότονος]1. αυτός που πάσχει από οπισθοτονία2. αυτός που προκαλείται από οπισθοτονία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀπισθοτονῶδες — ὀπισθοτονώδης suffering from masc/fem voc sg ὀπισθοτονώδης suffering from neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοτονώδεα — ὀπισθοτονώδης suffering from neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ὀπισθοτονώδης suffering from masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπισθοτονώδεες — ὀπισθοτονώδης suffering from masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)